Πέτρινα γεφύρια Αργιθέας Καρδίτσας
ΘΕΣΣΑΛΙΑ – Πέτρινα γεφύρια Αργιθέας Καρδίτσας
Κείμενο – Φωτογραφίες: Άγγελος Σινάνης e – mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. , © Απρίλιος 2009
ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΑΡΓΙΘΕΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Κρυμμένα στις δασωμένες πλαγιές, τα χαμηλώματα, τα ρέματα και τα στενά σημεία των ποταμών, ξεπροβάλλουν άξαφνα εκπλήσσοντας με την τέλεια κατασκευή τους τον περιπατητή. Με δική του ξεχωριστή ταυτότητα το καθένα από αυτά, θυμίζει τη δυσκολία της επικοινωνίας που υπήρχε κάποτε και την ασφυκτική ανάγκη των προγόνων μας να ξεπεράσουν κάθε είδους εμπόδιο για μια καλύτερη ζωή. Τα κατάφεραν, αφήνοντας πίσω τους όχι απλά γέφυρες, αλλά σωστά έργα τέχνης και τεχνικής.
Στο πέρασμα του χρόνου η χρησιμότητα των πέτρινων γεφυριών παραμερίστηκε από τις νέες απαιτήσεις των μεταφορών και του εμπορίου. Καινούργιοι δρόμοι χαράχτηκαν πάνω ή δίπλα από τις παλιότερες αρτηρίες που συνδέανε τα χωριά. Τις περισσότερες φορές περνάμε δίπλα ή από πάνω τους, χωρίς να το ξέρουμε μια που ο άνθρωπος αδιαφόρησε για την ύπαρξή τους και η φύση φρόντισε να καλυφθούν με βλάστηση. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις (π.χ. Γρεβενά) που διατίθεται κάποιο κονδύλι για σήμανση, ώστε εύκολα ο επισκέπτης της περιοχής να καθοδηγείται προς αυτά. Επίσης μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι περιπτώσεις που οι υπεύθυνοι φορείς φροντίζουν για τη συντήρηση ή την επισκευή τους. Το ‘’κυνήγι’’ για να ανακαλυφθούν, η φωτογραφική αποτύπωση της κατάστασής τους και οι σημειώσεις για την περαιτέρω μελέτη από τους ειδικούς δεν γίνεται μόνο για την ευκολότερη πρόσβαση του περιηγητή σε αυτά, ή γιατί η γοητεία τους ασκεί ακαταμάχητη έλξη στους αληθινούς ερευνητές, αλλά γιατί η δημοσίευσή τους αποτελεί το πρώτο βήμα για τη γνωριμία και τη διάσωσή τους.
Από όλους όσους έχουν ασχοληθεί με τα πέτρινα γεφύρια χαρακτηρίζονται και είναι, σπουδαία μνημεία του αρχιτεκτονικού μας πολιτισμού, με συμμετρία και γεωμετρική τελειότητα τα μονότοξα, ή χαρακτηριστική ασυμμετρία τα πολύτοξα. Πολλά, χτίζονται ήδη από την αρχαιότητα. Γενεσιουργός αιτία ήταν η υπερπήδηση φυσικών εμποδίων, συνήθως ποτάμια για τη συνέχιση των δρόμων. Στην 3η χιλιετία π.Χ. τα τόξα κατασκευάζονταν κατά το «εκφορικό σύστημα», δηλαδή με οριζόντιες πετρόπλακες βαθμιαία εκ-φερόμενες εκατέρωθεν ενός κενού και συμπλησιάζουσες έως ότου το γεφύρωναν. Τότε βέβαια δεν επρόκειτο για πραγματικές «θολωτές» κατασκευές.
Ίσως την 3η, οπωσδήποτε όμως τη 2η χιλιετία π.Χ.επινοήθηκε και η γνήσια θολοδομία, η οποία αργότερα άνοιξε το δρόμο για τις θολωτές γέφυρες των οποίων οι αρμοί, ακτινωτά διαταγμένοι συμβάλλουν στο κέντρο. Οι τρείς βασικοί τρόποι δημιουργίας πέτρινων γεφυριών είναι: με οριζόντιες δοκούς ή πλάκες, με εκφορικό σύστημα και με τοξωτή (ή θολωτή) κατασκευή. Στα ορεινά ή ημιορεινά εδάφη ή όπου αλλού τύχαινε να υπάρχει βράχος στο στένωμα του ποταμού, αυτός αξιοποιείτο από τους μαστόρους που, «πατώντας» σε αυτόν, έφτιαχναν στέρεα τα βάθρα της κατασκευής, δημιουργώντας ένα ασφαλές πέρασμα για τους ντόπιους, τα κοπάδια, τους κυρατζήδες, τους εμπόρους κ.ά. Πολλές φορές, τύχη αγαθή βοηθούσε και υπήρχε βράχος μέσα στην κοίτη του ποταμού. Και αυτός αξιοποιούταν από τους μαστόρους, γιατί, «πατώντας» πάνω του, έχτιζαν ευκολότερα περισσότερα του ενός τόξα.
Κατασκευαστές των γεφυριών, γεφυροποιοί ή γεφυράδες δηλαδή, ήταν οργανωμένα συνεργεία, ντόπια ή ξένα με έμπειρους, ειδικευμένους μαστόρους και πρωτομαστόρους που έκαναν κουμάντο. Ονομαστά για την ποιότητα και την ποσότητα των έργων τους έμειναν τα «μπ’λούκια» ή (ι)σνάφια από την Ήπειρο, που «όργωναν ολόκληρη τη Βαλκανική χτίζοντας αρχοντικά, βρύσες, δεξαμενές, εκκλησιές, τζαμιά, πανύψηλα καμπαναριά και μιναρέδες», όπως και αυτά από τη δυτική Μακεδονία. Οι δημιουργοί των συγκεκριμένων, κατά πλειοψηφία μονότοξων, της Αργιθέας έγινε από «μαστόρους Τζουμερκιώτες… που ερχόντουσαν κομπανίες ή μπουλούκια όπως τους αποκαλούσαν και στέριωναν σε ένα χωριό έως ότου ολοκληρώσουν την εργασία που είχαν αναλάβει…». Η ποιότητα, η συνάφεια των υλικών και η γεωμετρία κατέστησαν τα πέτρινα γεφύρια σχεδόν ακλόνητα στο χρόνο. Χορηγοί της πολυδάπανης κατασκευής τους ήταν κατά κανόνα πλούσια άτομα, Έλληνες έμποροι, ξενιτεμένοι που με την επιστροφή τους από τα ξένα ευεργετούσαν το χωριό τους, Οθωμανοί τιτλούχοι, εκκλησιαστικοί άνδρες, «πασάδες και παπάδες» καθώς έλεγαν.
Τα δεκατρία πετρογέφυρα της Αργιθέας, μνημεία της ακατάβλητης ανθρώπινης θέλησης, παρά τις όποιες επεμβάσεις περιμένουν ακόμα, σήμερα, τον φιλάρχαιο διαβάτη και τον κάθε περιπατητή του τόπου να τον μεταφέρουν σε άλλες εποχές.
- Το γεφύρι Αργιθέας: Μικρό μονότοξο γεφύρι σε παραπόταμο του Αχελώου. Βρίσκεται λίγο πριν το Δημοτικό Διαμέρισμα της Αργιθέας, στο ποτάμι, όπου πρόσφατα έγινε ανάπλαση και πλακόστρωση του μονοπατιού που από το γεφύρι οδηγεί στον παλιό νερόμυλο.
 - Το γεφύρι Θερινού (ή Αγίου Μηνά): Μικρό μονότοξο γεφύρι στη θέση «Άγιος Μηνάς», με καλοδουλεμένους καμαρόλιθους στο τόξο. Βρίσκεται στα πρώτα 100μ. του δρόμου προς Μεσοβούνι, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Μηνά. Θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον γύρω του. Το 1993 χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 546/ Β’ / 27.7.1993), προκειμένου στη συνέχεια να επισκευαστεί και να αναδειχθεί. Αν και πέρασαν 16 χρόνια από τότε όχι μόνο δεν αναδείχτηκε ή επισκευάστηκε αλλά «δεν μπήκε λιθαράκι ή κόκκος άμμου» όπως αναφέρουν οι ντόπιοι.
 - Το γεφύρι του Τριζόλου: Σύμφωνα με [απίθανη] παράδοση χτίστηκε τον 13ο αιώνα(!). Σήμερα είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μονότοξο γεφύρι της Θεσσαλίας με άνοιγμα τόξου 30μ. και ύψος 15,50μ. Θεμελιωμένο σε βράχους γεφυρώνει το Λιασκοβίτικο ποτάμι κοντά στη θέση Βαΐτση, λίγο παρακάτω από τη συμβολή των ποταμών Ανθηριώτικου και Μεσοβουνιώτικου (Πλατανιάς ή Κνισοβίτικο στους χάρτες), αμφότεροι παραπόταμοι του Αχελώου. Από παλιά μέχρι και τη δεκαετία του 1970, οι κάτοικοι της Καρυάς επικοινωνούσαν με τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο Μουζάκι με μουλαρόδρομο μέσω του γεφυριού. Κάποια τυχαία κατολίσθηση έκοψε το μονοπάτι και από τότε δεν χρησιμοποιείται παρά την καλή του κατάσταση. Στο μεταξύ έγινε διάνοιξη νέου δρόμου και το γεφύρι – μνημείο σχεδόν ξεχάστηκε. Βρίσκεται κάτω από την Καρυά (Τριζόλο). Πρόσβαση με πεζοπορία από το ποτάμι, λίγο πιο κάτω από τον συνοικισμό Αγορασιά (1ω15’ με επιστροφή) και από την Καρυά με κατηφορικό μονοπάτι.
 - Το γεφύρι Ελληνικών (Κορακονησίου ή Παλιοκαμάρα): Ίσως το γεφύρι με την πιο δύσκολη και απότομη πρόσβαση σε όλη την Αργιθέα, ειδικά αν το προσπαθήσετε από το Πολυνέρι Τρικάλων. Γεφυρώνει εδώ και αιώνες τον Αρέντιο ποταμό με άνοιγμα τόξου 9,20μ. και ύψος 6,30μ. από την κοίτη. Βρίσκεται πάνω στο μονοπάτι που συνδέει το Πολυνέρι με τα Ελληνικά ενώ η παράδοση αναφέρει ότι από το γεφύρι περνούσε η αρχαία Αμβρακία οδός που ένωνε τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Πιο ομαλή και ήπια η προσέγγιση από την πλατεία του χωριού Ελληνικά Αργιθέας, όπου σε 500μ. υπάρχει ξύλινη πινακίδα ‘’προς γεφύρι Καρακονησίου 6 χλμ.’’ Στο 4ο χλμ. σταματά ο δρόμος (για 4Χ4) και συνεχίζει μονοπάτι για άλλα 2 χλμ. σε εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον. Η εντοιχισμένη νεώτερη πλάκα φέρει ατεκμηρίωτη ημερομηνία κατασκευής το 1201(!). Φωτογραφία Μενέλαος Παπαδημητρίου.
 - Το γεφύρι του Πετρωτού (ή Παλιοκαμάρα): Εντυπωσιακό μονότοξο πετρογέφυρο με άνοιγμα τόξου 17μ. και ύψος 11μ., σε θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον. Βρίσκεται 600μ. μετά τη δστ. για Πετρωτό - Καλή Κώμη – Ελληνικά, στο δρόμο για Συκιά και Πηγές Άρτας στη θέση «Γέρακας» ή «Πυρήνα» Πετρωτού. Γεφυρώνει τα ρέματα Κουμπουργιανίτικο και Πλατανιά (Λιασκοβίτικο των ντόπιων) λίγο πριν την ένωσή τους με τον Αχελώο. Εικασίες το θέλουν χτισμένο τον 13ο αιώνα. Στις μέρες μας κάποιοι άμυαλοι, έσκαψαν το κατάστρωμα της γέφυρας για να βρουν θησαυρό, μετακινώντας δεκάδες πέτρες με κίνδυνο πλέον από τα νερά της βροχής και την υγρασία να υπάρξει διάβρωση. Πρέπει ο δήμος να επέμβει άμεσα με διορθωτικές εργασίες.
 - Κουτσοκαμάρα: Ρωμαϊκή δίτοξη και πιθανά τρίτοξη γέφυρα μέσα στην κοίτη του Αχελώου. Ήταν σε χρήση έως το 1520 που κατασκευάστηκε η γέφυρα του Κοράκου. Το προς το μέρος της Συκιάς Πετρωτού τόξο έχει ύψος 7μ. και άνοιγμα 14μ. Το 1955 δίπλα από το βάθρο του, προς τη Συκιά, βρέθηκαν πέντε τάφοι ρωμαϊκής εποχής. Ανήμπορο θύμα της φθοράς του χρόνου και των κολοσσιαίων νέων έργων μέχρι πρόσφατα μετρούσε μέρες ζωής. Ένα από τα ιστορικά μνημεία που μπορούσε να σωθεί μετά την κατάκλιση και τη δημιουργία της λίμνης Συκιάς. Λόγω πλήρους και αινιγματικής αδιαφορίας των τοπικών αρχών, κληρονόμων της Αργιθεάτικης παράδοσης, δεν σώθηκε. Σήμερα έχει καταχωθεί από τα μπάζα των εργασιών του φράγματος. Φωτογραφία Μενέλαος Παπαδημητρίου.
 - Το γεφύρι του Κοράκου: Χορηγός της κατασκευής του ο Μητροπολίτης Λάρισας, μετέπειτα Άγιος, Βησσαρίωνας (κατά κόσμο Βασίλειος Τσιγαρίδας ή Γκανάς 1489 – 1540) από την Πόρτα Παναγία Τρικάλων το έτος 1515. Πραγματικά φιλοπρόοδος και φιλοοικοδόμος ιεράρχης υπήρξε χρηματοδότης σε πολλά κοινωφελή έργα μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα πετρογέφυρα της «Παλιοκαμάρας» Πορτής Μουζακίου, της γέφυρας Κοράκου Αχελώου (1514), της Πόρτας (Τρικάλων) ή Αγίου Βησσαρίωνα (1514) και της Σαρακίνας Πηνειού (1520). Ήταν η μεγαλύτερη μονότοξη πετρογέφυρα του Ελληνικού χώρου, πιθανόν και του Βαλκανικού, με άνοιγμα τόξου 45μ. και ύψος 25μ. Έζησε και ευεργέτησε την επικοινωνία Θεσσαλίας – Ηπείρου και τους πληθυσμούς των γύρω χωριών 434 χρόνια (1515 – 1949). Βρίσκεται κοντά στο χωρίο Πηγές Άρτας (παλιά Βρεστενίτσα). Κατάλοιπά της, τα απομεινάρια των δύο ακρόβαθρων και το ένα από τα δύο φυλάκια (Κούλιες) για την φύλαξη της που καταδεικνύει τη στρατηγική σημασία του περάσματος. Ανατινάχτηκε με 61 κιλά δυναμίτη από τον διαπρεπή κομμουνιστή ηγέτη του Δ.Σ.Α. καπετάν Διαμαντή (ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914 – 1949), από την Πάνω Αγόριανη), στις 28 Μαρτίου 1949 (ω21.15’ σύμφωνα με τηλεγράφημα).
 - Το γεφύρι του Μεζήλου (Δροσάτο): Το μοναδικό του τόξο με άνοιγμα 12,00μ. και ύψος από την κοίτη 9,50μ., γεφυρώνει τον ποταμό Βλασιώτη τουλάχιστον από την εποχή της τουρκοκρατίας, όταν ακόμα η ανατολική Αργιθέα αποτελούσε πέρασμα προς την Ήπειρο. Για βάσεις του μοναδικού του τόξου, χρησιμοποιεί τα ίδια τα πέτρινα κοιλώματα του Λιασκοβίτικου ποταμιού. Είναι η έξυπνη «οικονομία του λαϊκού τεχνίτη, που πέτυχε τοποθετώντας το διάδρομο διάβασης στο κατάλληλο ύψος. Θα το συναντήσετε 10’ από το Βλάσι σε βραχώδη τοποθεσία δίπλα από νέα τσιμεντένια γέφυρα στο δρόμο για το ομώνυμο χωριό Μεζήλο (σήμερα Δροσάτο).
 - Το γεφύρι Τυρολόγου: Με άνοιγμα τόξου 12,00μ. και ύψος 8,00μ είναι το πρώτο μονότοξο γεφύρι που γεφυρώνει τον Πετριλιώτη, στη διαδρομή Βλάσι – Ι. Μ. Σπηλιάς κατασκευασμένο επί τουρκοκρατίας. Κατά την διαπλάτυνση του δρόμου, αντί να γίνει προσπάθεια για την εύρεση πόρων και την κατασκευή νέας γέφυρας, όπως στο Δροσάτο, επενδύθηκε με τσιμέντο. Κατεβαίνοντας στο ποτάμι διακρίνονται καλύτερα οι πελεκημένες πέτρες του εσωρραχίου.
 - Το γεφύρι Παληαντώνη (ή Κοπλεσίου): Με άνοιγμα τόξου 16,00μ. και ύψος 10,00μ. είναι το δεύτερο μονότοξο γεφύρι του Πετριλίωτη με δύο ανακουφιστικά ανοίγματα (που δεν φαίνονται) στη διαδρομή Βλάσι – Ι. Μ. Σπηλιάς κατασκευασμένο επί τουρκοκρατίας. Καθώς προσεγγίζετε το γεφύρι νομίζετε ότι είναι νέα κατασκευή. Αυτό ισχύει για την τσιμεντένια επένδυση, όμως κατεβαίνοντας στην βάση του φαίνονται οι τοξωτοί φορείς και η επιμελημένη αρμολόγηση του εσωρραχίου.
 - Στεφανιώτικο γεφύρι: Το τρίτο μονότοξο γεφύρι του Πετριλίωτη, στη θέση «Ραγάζια» με δύο ανακουφιστικά ανοίγματα, στην ίδια διαδρομή όπως τα προηγούμενα, Κοπλεσίου και Τυρολόγου. Το άνοιγμα του τόξου είναι 16,00 και το ύψος 11,80. Χτίστηκε επί τουρκοκρατίας όταν η περιοχή βρισκόταν στην ακμή της. Πάνω από το γεφύρι περνά ο κεντρικός δρόμος. Για να χωράνε τα οχήματα έγινε διαπλάτυνση του καταστρώματος και κατασκευάστηκε τσιμεντένιο στηθαίο που προεξέχει αριστερά και δεξιά του γεφυριού. Δύσκολη η φωτογράφηση από το ποτάμι.
 - Το γεφύρι Στεφανιάδας: Το μικρότερο από όλα τα πετρογέφυρα της Αργιθέας. Εντός του οικισμού, στο ποταμάκι λίγα μέτρα από την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, δίπλα από την σκεπαστή κρήνη. Γεφυρώνει το ρέμα της Ιτιάς.
 - Το γεφύρι Αυλακίου ή Καταφυλλίου: Σπουδαία και εντυπωσιακή γέφυρα των αρχών του 20ου αι, στη θέση «Τριχιές» Καταφυλλίου. Διαθέτει τέσσερα ανισομερώς τοποθετημένα δευτερεύοντα, πλήρως ημικυκλικά τόξα και ένα κύριο 24ων μ. με μήκος βάσης 54,5μ. και ύψος από την κοίτη 13μ. Γεφυρώνει τον Αχελώο στα διοικητικά όρια των νομών Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας και Άρτας. Μαζί με τις άλλες δύο της ίδιας εποχής, στη Μεσοχώρα Τρικάλων και Τέμπλας στα σύνορα των νομών Αιτωλοακαρνανίας – Ευρυτανίας, αποτελούν τα τελευταία δείγματα της άφθαστης τέχνης των λαϊκών μαστόρων της εποχής που στην αρχή του περασμένου αιώνα 1908 – 1910 (κατ’ άλλους 1907 – 1911), συνδυάστηκε με την υψηλή επιστημονική κατάρτιση των μηχανικών. Σκαλιστή επιγραφή σε «καπάκι» στύλου στηθαίου αναφέρει: [λαϊκός] «ΑΡΧ[Ι]ΤΕΚ]ΤΩΝ]: Χ.ΚΥΡΚΟΣ 1…8 – 1910». Από την επιγραφή πρέπει να δεχτούμε ως χρόνο κατασκευής τα έτη 1908 – 1910. Η ίδια επιγραφή μας δίνει το όνομα του αρχιπρωτομάστορα ή εκείνου του πρωτομάστορα που αποπεράτωσε το έργο. Στο χώρο αυτό κατέληγαν «οι δρόμοι των χειμαδιών», καθώς από εκεί πέρναγαν τα κοπάδια από και προς τα χειμαδιά. Στις αρχές του 1900 ο πολιτικός Νικόλαος Στράτος ήταν αυτός που ενήργησε για την κατασκευή της, όπως και για της Τέμπλας. Έγιναν με σχέδια μηχανικών και ανάδοχος και των δύο ήταν ο Κωνσταντίνος Ν. Παρίσης. Το 1986 χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 890/ Β’ / 19.12.1986) και το 1992 εγκρίθηκε μελέτη μερικής επισκευής του. Πράγματι οι επισκευές έγιναν, με καθυστέρηση και αφού ορισμένα τμήματά του είχαν καταρρεύσει.
 
Επίλογος
Τα δεκατρία πετρογέφυρα της Αργιθέας, «οι καμάρες ή «καμάρα» των ντόπιων, όπως και όλης της Ελλάδας, χτίστηκαν με την τόλμη του ονείρου για προκοπή και φώτιση. Μοναδικές κατασκευές, έκαναν την επικοινωνία, το ταξίδι τη συμβίωση το εμπόριο πιο εύκολα, ενώ σήμερα στέκουν ακόμα περήφανα στολίζοντας τον τόπο, προσδιορίζοντας με μαεστρία τις ρίζες και την ταυτότητα της Αργιθέας. Πρωτομάστορες, νταμαρτζήδες, πελεκάνοι, χτίστες, μαστορόπουλα, αγιασμένα πρόσωπα στη μνήμη των ντόπιων και του δημιουργού, καθημερινοί συνομιλητές της κοινότητας με τα αιωνόβια, χρήσιμα έργα τους. Στα χάσματα της πέτρας που αντιμάχεται το χρόνο, το μάτι σταματά στο μωβ λουλούδι που δεν υπάρχει σε κανένα μουσείο φυσικής ιστορίας. Έτσι και αυτά τα λαϊκά κομψοτεχνήματα. Τα βλέπετε μόνο καθ’ οδό ή περπατώντας σε τοποθεσίες που λες ότι βγήκαν από παραμύθι, κρύβοντας εξαίσια μυστικά και θρύλους, φαντάσματα ανθρώπων ή ζώων που διάβηκαν για να ιδρύσουν, να αναπτύξουν και να δώσουν νέα ζωή στα σημερινά χωριά.
Ευχής έργο θα ήταν όχι μόνο να κηρυχτούν διατηρητέα, αλλά να προστατευτούν με υπευθυνότητα και να αναδειχτούν σαν γνήσιο, αναπόσπαστο κομμάτι της Αργιθεάτικης παράδοσης, ακόμα και τα ερείπια τους, όπως η Κουτσοκαμάρα π.χ. που πρέπει να ξεχωθεί, σαν ελάχιστο αντίδωρο στο Αργιθεάτικο παρελθόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σούλα – Τόσκα Κάμπα, Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων, Αθήνα (1981) 206.
 - Σπύρου Ι. Μαντά, Τα Ηπειρώτικα γεφύρια, Τεχνικές εκδόσεις Α.Ε. Αθήνα 1984.
 - Σπύρου Ι. Μαντά, Το γεφύρι και ο Ηπειρώτης, Τεχνικές εκδόσεις Α.Ε. Αθήνα 1987.
 - Σωτήρη Γοργογέτα, Τα πέτρινα γεφύρια των Τρικάλων, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αιθήκων, Τρίκαλα (2004) 205.
 - Αργύρη Πετρονώτη, «Τα Πέτρινα Γεφύρια στην Ελλάδα», στο: Φύση και έργα ανθρώπων, έκδοση ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Ε.Ι.Ν., Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κόνιτσας, Κόνιτσα (2005) 113 – 319.
 - Συλλογικό, «Τα πετρογέφυρα στην Αργιθέα», Ημερολόγιο 2008 πολιτιστικού συλλόγου Λεοντίτου «Ο Πλάτανος» (Έδρα Αθήνας: Καλαμών 25, τηλ – fax:2106844979).
 - Συλλογικό, Οδοιπορικό στα μνημεία του Νομού Καρδίτσας (επιμ. Ευαγγελία Τσαγγαράκη), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καρδίτσας, Καρδίτσα 2007.
 - Αντ. Γαλερίδη Κ. Σπανού, Κ. Μακρή, Γιαν. Πυργιώτη, Βασ. Παπαγεωργίου, Βούλα Κάλφα, Τα Πέτρινα Γεφύρια της Θεσσαλίας, έκδοση Τ.Ε.Ε. Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας Αθήνα; 1995.
 - Χρήστου Β. Γλέζου, Το Λιάσκοβο (Πετρωτό Καρδίτσας) και η ευρύτερη περιοχή της Πίνδου, Αθήνα 1999.
 
      
							
							
							
							
							
				
	
 